- θρινάκη
- θρῐνάκη,= θρῖναξ. Call.Fr.46P. (nisi leg. θρίνακ' ἤν).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρινάκη — θρινάκη, ἡ (Α) θρίναξ*, τρικάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού θρίναξ*] … Dictionary of Greek